- πέφνε
- πέφνε, [full] πεφνέμεν, [full] πεφνών, etc.,A v. θείνω: hence a late [tense] pres. πέφνουσι, Opp.H.5.390.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Πέφνε — Πέφνος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέφνε — θείνω strike aor imperat act 2nd sg (epic) θείνω strike aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέφν' — πέφνε , θείνω strike aor imperat act 2nd sg (epic) πέφνε , θείνω strike aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέφν' — Πέφνε , Πέφνος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θείνω — (Α) 1. χτυπώ, φονεύω («φασγάνῳ αὐχένα θείνας», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. σκοτώνω, φέρομαι με άσχημο τρόπο («θείνει δ ὀνείδει μάντιν», Αισχύλ.) 3. (για πλοία) είμαι βυθισμένος, είμαι ναυαγισμένος («στυφελοῦ θείνοντας ἐπ ἀκτάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο σπάνιος … Dictionary of Greek